Είχα τη χαρά και την τύχη να παρακολουθήσω μια παρουσίαση για την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού, από την Παναγιώτη Κουνάδη.
Λίγοι ακόμα Έλληνες ίσως γνωρίζουν όπως αυτός το θέμα και ίσως ακόμα λιγότεροι έχουν έρθει σε επαφή με τα μυθικά ονόματα που είναι άρρηκτα δεμένα με το μουσικό αυτό είδος.
Σε μια μυσταγωγική βραδιά στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου Μολυκρείου, κοντά στο Αντίρριο, παρουσίασε εικόνες από τις απαρχές του 20ου αιώνα, τότε που οι κοινωνικές συνθήκες συνέτειναν στο να εκφραστεί η φτώχεια του μετανάστη και η αγωνία του πρόσφυγα με τη μουσική. Νέοι δρόμοι αχαρτογράφητοι ανοίχτηκαν στη μουσική, νέα ακούσματα βγήκαν από κλασσικά όργανα, περιθωριακοί έγιναν εμπνευσμένοι συνθέτες και μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων βρήκε ένα νέο τρόπο έκφρασης, μέσω του τραγουδιού.
Ο Παναγιώτης Κουνάδης, άνθρωπος παθιασμένος με το αντικείμενο μελέτης του, έστειλε νοερά το κοινό να γευτεί το κλίμα της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική, να μυρίσει τα βαριά αρώματα στους τεκέδες της Σμύρνης, να ακούσει το παράπονο του λιμανιού στο Πειραιά και να ψηλαφίσει μουσικές, απαλλαγμένες, με τη σύγχρονη τεχνολογία και το μεράκι κάποιων, από τα γρατσουνίσματα του χρόνου.
Δουλειά πολυεπίπεδη, πέρα από τη κοινωνιολογική και μουσικολογική της προσέγγιση, προχώρησε σε γλωσσολογική ερμηνεία της λέξης ''ρεμπέτικο'', σε πολιτική παρουσίαση της εποχής εκείνης, σε λαογραφική διασταύρωση στοιχείων, σε νομική ακόμα τοποθέτηση περί ουσιών και μη. Για να προσεγγίσει όμως, έστω και κατ' ελάχιστο, το τεράστιο αυτό θέμα, χρειάζονται να μιλάει κανείς για μήνες, όπως κι ο ίδιος ο Κουνάδης ανέφερε. Αυτά τα λίγα όμως, που από τον περιορισμένο χρόνο πρόλαβε να πει, έκαναν τη δουλειά τους.
- Ανέκαθεν δεν είχα σε ιδιαίτερη εκτίμηση το ρεμπέτικο, λόγω της έλλειψης ακουσμάτων εκ μέρους μου και κυρίως λόγω του περιθωριακού του χαρακτήρα. Δεν έγινα βέβαια εν ''μιά νυκτί'' λάτρης του είδους, αποκωδικοποίησα όμως μέσα μου διάφορα ''γιατί'', που έχουν να κάνουν κυρίως με τη θεματολογία των στοίχων.
- Πολύπλοκο θέμα, που είναι αδύνατο να το ερμηνεύσω, προς το παρόν. Έχει άλλωστε να κάνει με όλες τις παραμέτρους που παραπάνω ανέφερα. Αρκούμαι στο να δεχτώ, για πολλοστή φορά, πως τα στερεότυπα και τα σύνορα των πιστεύω μου είναι υποκειμενικά και δεν έχουν να κάνουν επ' ουδενί με την αξία. Αυτονόητο ίσως, δύσκολο όμως να το παραδεχθείς.
Η παρουσίαση των ηχητικών καταγραφών στη διάρκεια της εκδήλωσης, έδειξε και μια πολύ αξιόλογη παράμετρο της δουλειάς του εισηγητή. Εγγραφές παλιές, σε μοναδικά ίσως σωζόμενα αντίγραφα, καθαρίστηκαν από τις φθορές του χρόνου και παρουσιάστηκαν τόσο καθαρές που ''...είναι κρίμα να μην ζουν σήμερα οι δημιουργοί τους να τις ακούσουν. Ίσως τόσο καθαρά να μην άκουσαν τα τραγούδια τους ούτε όταν τα έπαιζαν οι ίδιοι...'', ανέφερε ο Κουνάδης.
Οι δυνατότητες τις τεχνολογίας σε συνδυασμό με το πάθος.
Για το τέλος άφησα την αναφορά στη φυσιολατρική ομάδα Αντιρρίου και τους ανθρώπους της, που ορθώς αντιλαμβάνονται τη σχέση φυσιολατρίας και παιδείας, εντάσσοντας στο πρόγραμμα τους ''μη φυσιολατρικές'' εκδηλώσεις.
Λίγοι ακόμα Έλληνες ίσως γνωρίζουν όπως αυτός το θέμα και ίσως ακόμα λιγότεροι έχουν έρθει σε επαφή με τα μυθικά ονόματα που είναι άρρηκτα δεμένα με το μουσικό αυτό είδος.
Σε μια μυσταγωγική βραδιά στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου Μολυκρείου, κοντά στο Αντίρριο, παρουσίασε εικόνες από τις απαρχές του 20ου αιώνα, τότε που οι κοινωνικές συνθήκες συνέτειναν στο να εκφραστεί η φτώχεια του μετανάστη και η αγωνία του πρόσφυγα με τη μουσική. Νέοι δρόμοι αχαρτογράφητοι ανοίχτηκαν στη μουσική, νέα ακούσματα βγήκαν από κλασσικά όργανα, περιθωριακοί έγιναν εμπνευσμένοι συνθέτες και μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων βρήκε ένα νέο τρόπο έκφρασης, μέσω του τραγουδιού.
Ο Παναγιώτης Κουνάδης, άνθρωπος παθιασμένος με το αντικείμενο μελέτης του, έστειλε νοερά το κοινό να γευτεί το κλίμα της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική, να μυρίσει τα βαριά αρώματα στους τεκέδες της Σμύρνης, να ακούσει το παράπονο του λιμανιού στο Πειραιά και να ψηλαφίσει μουσικές, απαλλαγμένες, με τη σύγχρονη τεχνολογία και το μεράκι κάποιων, από τα γρατσουνίσματα του χρόνου.
Δουλειά πολυεπίπεδη, πέρα από τη κοινωνιολογική και μουσικολογική της προσέγγιση, προχώρησε σε γλωσσολογική ερμηνεία της λέξης ''ρεμπέτικο'', σε πολιτική παρουσίαση της εποχής εκείνης, σε λαογραφική διασταύρωση στοιχείων, σε νομική ακόμα τοποθέτηση περί ουσιών και μη. Για να προσεγγίσει όμως, έστω και κατ' ελάχιστο, το τεράστιο αυτό θέμα, χρειάζονται να μιλάει κανείς για μήνες, όπως κι ο ίδιος ο Κουνάδης ανέφερε. Αυτά τα λίγα όμως, που από τον περιορισμένο χρόνο πρόλαβε να πει, έκαναν τη δουλειά τους.
- Ανέκαθεν δεν είχα σε ιδιαίτερη εκτίμηση το ρεμπέτικο, λόγω της έλλειψης ακουσμάτων εκ μέρους μου και κυρίως λόγω του περιθωριακού του χαρακτήρα. Δεν έγινα βέβαια εν ''μιά νυκτί'' λάτρης του είδους, αποκωδικοποίησα όμως μέσα μου διάφορα ''γιατί'', που έχουν να κάνουν κυρίως με τη θεματολογία των στοίχων.
- Πολύπλοκο θέμα, που είναι αδύνατο να το ερμηνεύσω, προς το παρόν. Έχει άλλωστε να κάνει με όλες τις παραμέτρους που παραπάνω ανέφερα. Αρκούμαι στο να δεχτώ, για πολλοστή φορά, πως τα στερεότυπα και τα σύνορα των πιστεύω μου είναι υποκειμενικά και δεν έχουν να κάνουν επ' ουδενί με την αξία. Αυτονόητο ίσως, δύσκολο όμως να το παραδεχθείς.
Η παρουσίαση των ηχητικών καταγραφών στη διάρκεια της εκδήλωσης, έδειξε και μια πολύ αξιόλογη παράμετρο της δουλειάς του εισηγητή. Εγγραφές παλιές, σε μοναδικά ίσως σωζόμενα αντίγραφα, καθαρίστηκαν από τις φθορές του χρόνου και παρουσιάστηκαν τόσο καθαρές που ''...είναι κρίμα να μην ζουν σήμερα οι δημιουργοί τους να τις ακούσουν. Ίσως τόσο καθαρά να μην άκουσαν τα τραγούδια τους ούτε όταν τα έπαιζαν οι ίδιοι...'', ανέφερε ο Κουνάδης.
Οι δυνατότητες τις τεχνολογίας σε συνδυασμό με το πάθος.
Για το τέλος άφησα την αναφορά στη φυσιολατρική ομάδα Αντιρρίου και τους ανθρώπους της, που ορθώς αντιλαμβάνονται τη σχέση φυσιολατρίας και παιδείας, εντάσσοντας στο πρόγραμμα τους ''μη φυσιολατρικές'' εκδηλώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου